οιστρόνη

οιστρόνη
η
βιολ. θηλυκή ορμόνη που αποτελεί ένα από τα δύο κύρια φυσιολογικά οιστρογόνα τα οποία εκκρίνονται από την ωοθήκη τής γυναίκας και, σε μικρή ποσότητα, από τον φλοιό τών επινεφριδίων και τών δύο φύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. oestrone < oestrin «είδος οιστρογόνου ορμόνης» (< οίστρος) + κατάλ. -όνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -όνη — χημ. επίθημα που χρησιμοποιείται στην ονοματολογία τών χημικών ενώσεων και δηλώνει μία κετόνη (πρβλ. οιστρόνη, ακετόνη, πεντανόνη) …   Dictionary of Greek

  • Μπούτεναντ, Άντολφ Φρίντριχ Γιοχάνες — (Adolph Friedrich Jochannes Butenandt, Βεσερμί ντε Λέχε 1903 – 1995). Γερμανός βιοχημικός. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν, όπου και πήρε το δίπλωμά του το 1927. Το 1939 τιμήθηκε μαζί με τον Ρούζιτσκα με το βραβείο Νόμπελ για τη Χημεία, το οποίο η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”